Ιστορική αναδρομή

Η υποχρεωτική στράτευση στην Ελλάδα εισήχθη το 1911 επί κυβερνήσεως Ελευθέριου Βενιζέλου, λίγο καιρό πριν την εμπλοκή της σε μια σειρά πολέμων (Βαλκανικοί,1ος  Παγκόσμιος, Μικρά Ασία). Λόγω της μακρόχρονης εξαντλητικής στρατιωτικής εμπλοκής, μέσα σε μια δεκαετία εμφανίζεται το πρώτο κύμα λιποταξίας στην Ελλάδα.

Από τότε,  μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η άρνηση στράτευσης μονοπωλήθηκε, κυρίως, από μάρτυρες του Ιεχωβά, καθώς οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις δεν τους επιτρέπουν την οποιαδήποτε σχέση με όπλα ή στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όντας ο ορθόδοξος χριστιανισμός η επίσημη θρησκεία του κράτους , δεν τους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα μη στράτευσης για θρησκευτικούς λόγους. Έτσι, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου(1946-49), οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα οι Γιάννης Τσούκαρης(Λάρισα 1949) και Γιώργος Ορφανίδης(Ναύπλιο 1949). Αυτές αποτελούν και τις πρώτες εν ψυχρώ εκτελέσεις αρνητών στράτευσης.

Στις 2 δεκαετίες που ακολούθησαν αρνητές στράτευσης κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, καταδικάστηκαν σε μακρόχρονες φυλακίσεις  και δολοφονήθηκαν από τον στρατιωτικό-κρατικό μηχανισμό. Οι ποινές που επιβλήθηκαν σ’ αυτό το διάστημα δεν έπεφταν κάτω από 15-20 χρόνια, ενώ υπήρχε και ταυτόχρονη 5ετή ή 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση του Χρήστου Καζάνη, που το 1966 καταδικάζεται σε θάνατο λόγω των θρησκευτικών του αντιλήψεων για μη στράτευση. Λίγες βδομάδες αργότερα, εξαιτίας της διεθνούς κατακραυγής και πίεσης, η ποινή του μετριάζεται σε 4,5 χρόνια φυλάκιση!

Έτσι , φτάνουμε στην δεκαετία του ‘70 όπου οι εξοντωτικές ποινές, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια συνεχίζονται ανελλιπώς.  Το 1970 κακοποιείται από αξιωματικούς και βασανιστές της Χούντας ο αντιρρησίας Θ.Κόγιου, ενώ το 1971 ο αντιρρησίας Β.Καραφάτσας βρίσκεται νεκρός πάνω σε γραμμές τραίνου, την στιγμή που ήταν φυλακισμένος  στα μπουντρούμια της Λάρισας. Οι Αρχές έκαναν λόγο για αυτοκτονία. Δεν έγινε όμως λόγος για το πώς θα μπορούσε να πάει εκεί από την στιγμή που ήταν φυλακισμένος. Χμμ…

Με την πτώση της Χούντας, η μεταπολιτευτική δημοκρατία δεν κατάφερε να δείξει την αστείρευτη δημοκρατία που την διέπνεε  και οι φυλακίσεις –βασανιστήρια συνεχίζονται. Μόλις το 1977, κατόπιν εισηγητικών εκθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη χυδαιότητα του ελληνικού κράτους όσον αφορά τους αρνητές στράτευσης, ψηφίζεται νόμος που αναγνωρίζει, εν μέρει, τους θρησκευτικούς αντιρρησίες και τους αναγκάζει σε 4ετή άοπλη θητεία ή διπλάσια της καθοριζομένης θητείας για τους ενόπλους, φυλάκιση σε στρατιωτικές φυλακές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατιωτική θητεία έφτανε τα 2,5 χρόνια.

Την δεκαετία του ‘80  εμφανίζονται οι πρώτοι αντιρρησίες συνείδησης που αρνούνται τη στράτευση για ιδεολογικούς-πολιτικούς λόγους. Η έκδοση του ανατρεπτικού για την εποχή περιοδικού «Αρνούμαι»(1985)  καθώς και η «Οικολογική Εφημερίδα»  το διάστημα 1982-83, αποτελούν σημαντικό βήμα και προσανατολίζουν το νεογέννητο κίνημα υποστήριξης της αντίρρησης συνείδησης στον ελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστικά, το 1986 ο Μιχάλης Μαραγκάκης  είναι ο πρώτος που κάνει δημοσίως γνωστή την πολιτική άρνηση του. Συλλαμβάνεται το ’87 και καταδικάζεται σε 4 χρόνια φυλάκιση, ενώ έρχεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ο Θανάσης Μακρής, ο οποίος «ακούει» 5 χρόνια φυλακή. Οι απεργίες πείνας των 2, οι πιέσεις που δημιουργούν οι αλληλέγγυοι αλλά και οι αλλεπάλληλες αρνήσεις στράτευσης που ακολουθούν, αναγκάζουν το 1988 την επέκταση του νόμου  του ‘77 περί άοπλης θητείας ή φυλάκισης και σε όσους αρνούνται για ιδεολογικούς-πολιτικούς λόγους. Μακρής και Μαραγκάκης δεν κάνουν χρήση του νόμου, θεωρώντας τον εξίσου βάρβαρο και αντιελευθεριακό.  Συνέπεια όλης αυτής της ζύμωσης και ανακατεύθυνσης του κινήματος αλληλεγγύης είναι η δημιουργία του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης. Το κίνημα αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.

Το 1991 συλλαμβάνονται οι Νίκος Μαζιώτης και Παύλος Ναθαναήλ, οι οποίοι αφήνονται ελεύθεροι  με αναστολή. Λίγους μήνες αργότερα ο Μαζιώτης ξανασυλλαμβάνεται αλλά με απεργία πείνας 50 ημερών κερδίζει την αποφυλάκιση του. Στο ακόλουθο χρονικό διάστημα οι δηλώσεις άρνησης στράτευσης πληθαίνουν, πιέζοντας το υπάρχον σύστημα και μαζικοποιώντας το κίνημα. Έτσι, φτάνουμε στο νόμο του 1997 και την επίσημη αναγνώριση των πολιτικών αντιρρησιών συνείδησης. Με το νέο νόμο, εισάγεται μια μορφή άμισθης πολιτικής κοινωνικής υπηρεσίας ως εναλλακτική της στρατιωτικής, αυξημένη κατά 18 μήνες σε σχέση με την κανονική θητεία. Η εναλλακτική θητεία θεωρήθηκε  νίκη για το κίνημα, καθώς για πρώτη φορά ο όρος «αντιρρησίας συνείδησης» εμφανίστηκε σε νομικά κείμενα και αναγνωρίστηκε, έστω και τυπικά, η ύπαρξη τους. Αρχικά, αν και χρησιμοποιήθηκε η εναλλακτική υπηρεσία από πολιτικούς αντιρρησίες , εγκαταλείφθηκε από αρκετούς σαν ιδέα καθώς η μακρόχρονη ψυχοφθόρα διάρκεια της και η αλλοτριωμένη δήθεν κοινωνική της χροιά την ανήγαγε σε άμισθη κρατική εργασία-αγγαρεία. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση των Λ.Πετρομελίδη και Γ.Χρυσοβέργη, οι οποίοι προσέφυγαν  ενάντια στην υπερβολικά μεγάλη διάρκεια  και τις συνθήκες εκπλήρωσης και λειτουργιάς του θεσμού της εναλλακτικής. Ο Λ.Πετρομελίδης συλλαμβάνεται το ‘99 και καταδικάζεται σε 4 χρόνια φυλάκιση, η ποινή όμως αναστέλλεται μετά από απόφαση Εφετείου και με την δημιουργία κινήματος συμπαράστασης και αλληλεγγύης.  Ο όρος «ολική άρνηση στράτευσης» χαρακτηρίζει εκείνους που δεν δέχονται οποιουδήποτε είδους συμβιβασμό εναλλακτικής θητείας, αρνούμενοι τον χαρακτήρα και την χροιά που ο κρατικός μηχανισμός ήθελε να του προσάψει.

Από το 2000 και μετέπειτα, με το τέλος της γενικής επιστράτευσης (Δεκέμβρης 2002) που είχε επιβάλλει το κράτος από το ‘74 εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η ανυποταξία από κακούργημα  μετατρέπεται σε πλημμέλημα. Καθώς το μέτωπο και η οργάνωση των αντιρρησιών δυναμώνει, οι δηλώσεις άρνησης αυξάνουν και οι διεθνείς πιέσεις συνεχίζονται, ο κρατικός τιμωρητικός άξονας περιορίζεται σε μεγάλα χρηματικά πρόστιμα, κουραστικούς δικαστικούς-οικονομικούς αγώνες, θεσμικά εμπόδια σε θέματα εργασίας και προσωπικά προβλήματα σε επίπεδο κοινωνίας.

Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα δεν είναι μεμονωμένα. Χιλιάδες συνολικά αντιρρησίες, κυρίως μέχρι την δεκαετία του ‘80 φυλακίζονται χρόνια, βασανίζονται, απειλούνται και γίνονται δέκτες ωμής κρατικής βίας, μη έχοντας κάνει οποιοδήποτε ποινικό ή ηθικό αδίκημα πέρα από την πολιτική ή θρησκευτική τους επιλογή να μην υπηρετήσουν τον στρατό και τους μηχανισμούς του. Παράλληλα, υπάρχουν διεθνείς και ευρωπαϊκοί  οργανισμοί δικαιωμάτων(Ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου, Διεθνής Αμνηστία, Συμβούλιο της Ευρώπης κ.α) με αλλεπάλληλες καταδικαστικές αποφάσεις  για την Ελλάδα και την πολιτική της στρατηγική πάνω στο θέμα της αντίρρησης συνείδησης, καθώς και το ψήφισμα Ματσιόκι του ‘83 περί ελευθερίας στη συνείδηση. Το ελληνικό κράτος, γνωστό γλειφοστρείφι των ξένων, αν και  συνηθίζει να υπακούει στις αμερικάνικες και ευρωπαϊκές εντολές, στο συγκεκριμένο θέμα κλείνει τ’αυτιά με περίσσια ευλάβεια και θράσος.

Η σύντομη ιστορική αναδρομή της άρνησης στράτευσης στόχο έχει να γίνει εμφανές και κοινή αλήθεια στον αναγνώστη η πορεία και οι κατακτήσεις του κινήματος, τα βήματα που έχουν γίνει, η ωμή κανιβαλλιστική καταστολή που υπήρχε μόλις και πριν κάποια χρόνια από της μεριά της κρατικής εξουσίας προς τους αντιρρησίες, αλλά και η αναγκαιότητα για περαιτέρω αγώνες, κινητοποιήσεις και πολιτικές θέσεις στο ζήτημα της άρνησης στράτευσης. Η άρνηση δεν είναι ριζοσπαστική θέση, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ελεύθερου ανθρώπου.